- σουμπλιμέ
- το , σουμπλιμές ο άκλ. двухлористая ртуть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σουμπλιμέ — σουμπλιμέ, το και σουμπλιμές, ο (λ. γαλλ.), είδος αντισηπτικού, διχλωριούχος υδράργυρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σουμπλιμέ — το, και σουμπλιμές, ο, Ν (φαρμ.) κοινή ονομασία τού διχλωριούχου αργύρου, χημικής ένωσης με αντισηπτικές, αντιπαρασιτικές και αντισυφιλιδικές ιδιότητες, αλλ. άχνη υδραργύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sublime «άχνη, εξάχνισμα, σκόνη υδραργύρου», μτχ.… … Dictionary of Greek
υδράργυρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Hg· ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 80, ατομικό βάρος 200,61 και 7 σταθερά ραδιενεργά ισότοπα. Ο υ. βρίσκεται στη φύση είτε σε ελεύθερη κατάσταση·… … Dictionary of Greek
απολύμανση — Η καταστροφή των παθογόνων μικροοργανισμών· στην καθομιλουμένη ο όρος σημαίνει συνηθέστερα την εξόντωση των σπόρων στο περιβάλλον και στην επιφάνεια του σώματος, ενώ απολυμαντικά λέγονται και μερικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στο εσωτερικό του… … Dictionary of Greek
σουλιμάς — ο (λ. τουρκ.) 1. δηλητήριο (σουμπλιμέ). 2. είδος καλλυντικού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)